Η rimonabant συντελεί στην απώλεια βάρους και περιορίζει το μεταβολικό σύνδρομο
Νέα Υόρκη: Από διετή, placebo-ελεγχόμενη μελέτη μεταξύ υπέρβαρων ή παχύσαρκων ατόμων, η δραστική ουσία rimonabant (εκλεκτικός ανταγωνιστής του CB1 ενδοκανναβινοειδούς υποδοχέα), οδήγησε σε απώλεια βάρους μετά από ένα χρόνο, η οποία διατηρήθηκε και τον δεύτερο χρόνο, εφόσον η θεραπεία συνεχιζόταν.
Στην δοσολογία των 20 mg/ημέρα, ο φαρμακευτικός παράγοντας βελτίωσε τους καρδιομεταβολικούς παράγοντες κινδύνου ακόμα περισσότερο και απ' ότι θα προέβλεπε η απώλεια βάρους.
Ερευνητική ομάδα του Νοσοκομείου St. Luke-Roosevelt της Νέας Υόρκης με επικεφαλής τον Δρ F. Xavier Pi-Sunyer, με τυχαία επιλογή χορήγησε σε 607 άτομα ψευδοφάρμακο, σε 1.214 rimonabant των 5 mg και σε 1.219 rimonabant των 20 mg, ενώ τους σύστησαν τη μείωση των προσλαμβανόμενων θερμίδων κατά περίπου 600 kcal/ημέρα και αύξηση της σωματικής δραστηριότητας.
Το πρώτο έτος της μελέτης ολοκληρώθηκε από το 51% έως το 55% των ατόμων και τα αποτελέσματα εκτιμήθηκαν με βάση μια πρόθεση για θεραπεία ανάλυση χρησιμοποιώντας μια τελευταίας παρατήρησης ανάλυση των ατόμων που έλαβαν τουλάχιστον μια δόση του σκευάσματος (n=590, 1.191 και 1.189 αντίστοιχα).
Μετά από ένα χρόνο, η αναλογία των ατόμων που πέτυχαν τουλάχιστον 5% απώλεια βάρους ήταν 48,6% στην ομάδα των 20 mg, 26,1% στα 5 mg και 20,0% στην ομάδα ελέγχου.
Μετά το τέλος του πρώτου χρόνο, 602 άτομα στην ομάδα των 5 mg και 660 στην ομάδα των 20 mg με τυχαία επιλογή πήραν ψευδοφάρμακο ή συνέχισαν τη θεραπεία με rimonabant. Εκείνοι που συνέχισαν τη θεραπεία των 20 mg διατήρησαν μια κύρια απώλεια βάρους από το όριο των 7,4 κιλών, ενώ εκείνοι που πήραν ψευδοφάρμακο διατήρησαν την περισσότερη από την προηγούμενη απώλεια κιλών. Η ανταπόκριση στην θεραπεία των 5 mg κατά τη διάρκεια του δεύτερου χρόνου δεν διέφερε σημαντικά από αυτή στις ομάδες ελέγχου.
Οι υποβληθέντες σε ένα έτος αγωγή με rimonabant παρουσίασαν αυξημένα επίπεδα HDL χοληστερόλης και μειωμένα επίπεδα ινσουλίνης νηστείας. Τα άτομα της ομάδας των 20 mg είχαν μειώσεις στα επίπεδα των τριγλυκεριδίων και στην περίμετρο της μέσης, ενώ δεν είχαν αυξημένη αντίσταση στην ινσουλίνη, όπως οι ομάδες των 5 mg και ελέγχου.
Κατά τη διάρκεια του δεύτερου έτους, μεταξύ εκείνων που συμμετείχαν στην ομάδα των 20 mg, τα επίπεδα της HDL χοληστερόλης συνέχισαν να αυξάνονται, ενώ μειώθηκαν τα επίπεδα των τριγλυκεριδίων και η επικράτηση του μεταβολικού συνδρόμου.
Οι ερευνητές σημειώνουν ότι οι ασθενείς που πήραν rimonabant είχαν περισσότερες ανεπιθύμητες ενέργειες που τους οδήγησαν σε απόσυρση από τη μελέτη, κυρίως, ψυχιατρικές, νευρικές και γαστρεντερικές παρενέργειες.
Η Δρ Ντενις Σίμονς-Μόρτον του Εθνικού Καρδιολογικού, Πνευμονολογικού και Αιματολογικού Ινστιτούτου, ασκεί έντονη κριτική στη μελέτη, διότι πιστεύει ότι μπορεί τα αποτελέσματα να είναι ανακριβή, καθώς οι περισσότερες έρευνες δείχνουν ότι η απώλεια βάρους συμβαίνει νωρίς και συνήθως με την πάροδο του χρόνου τα κιλά επανέρχονται, κάτι που δεν ελήφθη υπόψη από τον Δρ Pi-Sunyer. Επιπλέον, επισημαίνει ότι η μετα-ανάλυση προηγούμενων ερευνών έχει δείξει ότι οι παρεμβάσεις στον τρόπο ζωής είναι μεγαλύτερης αποτελεσματικότητας αναφορικά με την απώλεια βάρους συγκριτικά με τους φαρμακευτικούς παράγοντες.
|