Αμερικάνικο Κολλέγιο Καρδιολογίας
Επίτευξη σκοπού
μετά από χρήση Αντι-PCSK9 αντισώματος σε ασθενείς με δυσανεξία στις στατίνες
τύπου 3 - GAUSS-3.
Παρουσιάζων/
Συγγραφέας: Steven E. Nissen, MD, MACC.
Συγγραφέας/Σύνοψη
από συγγραφέα: Dharam J. Kumbhani, MD,
SM, FACC.
Κριτής περίληψης:
Deepak L. Bhatt, MD, MPH, FACC.
Χορηγός μελέτης:
Amgen inc.
Ημερομηνία
παρουσίασης: 04/03/2016.
Ημερομηνία
δημοσίευσης: 04/03/2016.
Ημερομηνία αρχικής
δημοσίευσης: 04/03/2016.
Περιγραφή:
Ο στόχος αυτής της
μελέτης ήταν να αξιολογήσει την ασφάλεια και την αποτελεσματικότητα του
evolocumab, ενός αναστολέα της
προ-πρωτεϊνικής κονβερτάσης της σουμπτιλισίνης/κεξίνης τύπου 9 (PCSK9),
σε ασθενείς με δυσανεξία στις στατίνες μυικού τύπου.
Συμβολή στην
βιβλιογραφία:
Η μελέτη GAUSS-3
απέδειξε ότι το evolocumab μειώνει με ασφάλεια και αξιοπιστία την χαμηλής
πυκνότητας λιποποπρωτεϊνική χοληστερόλη (LDL-C) σε 24 εβδομάδες σε σύγκριση με την εζετιμίμπη
σε ομάδα ασθενών με δυσανεξία στις στατίνες μυικού τύπου.
Σχεδιασμός μελέτης:
Οι ασθενείς με
ιστορικό δυσανεξίας σε πολλαπλούς στατινικούς παράγοντες υποβλήθηκαν αρχικά σε αποχή
από αυτούς και ακολούθως έγινε χορήγηση ατορβαστατίνης ή εικονικού φαρμάκου για
10 εβδομάδες. Οι ασθενείς με συμπτώματα δυσανεξίας μόνο στην ατορβαστατίνη (π.χ.
τεκμηριωμένη δυσανεξία στις στατίνες) ή με κρεατινική κινάση (CK) >=10 φορές του ανώτερου ορίου του φυσιολογικού (ULN) τυχαιοποιήθηκαν τότε σε μια αναλογία 2:1 είτε σε evolocumab (n=145) είτε σε
εζετιμίμπη (n=73). Το evolocumab χορηγήθηκε σε υποδόρια έγχυση των 420 mg μηνιαίως. Η εζετιμίμπη εδόθη από το στόμα σε δόση των
10 mg καθημερινά.
Κύρια
συμπεράσματα:
1ο
Καταληκτικό σημείο: Μέση ποσοστιαία (%) μεταβολή της LDL-C στην 24η εβδομάδα για το evolocumab σε
σύγκριση με την εζετιμίμπη: - 52,8% έναντι -16,7%, p<0.001.
2ο
Καταληκτικό σημείο: Μέση ποσοστιαία (%) μεταβολή της LDL-C στις 22 και 24 εβδομάδες για το evolocumab σε
σύγκριση με την εζετιμίμπη: -54.5% έναντι -16,7%, p<0.001.
Δευτερεύοντα
συμπεράσματα (evolocumab έναντι εζετιμίμπης):
1.
Μεταβολή της λιποπρωτεϊνης (a) στις 24 εβδομάδες για το evolocumab σε
σύγκριση με την εζετιμίμπη: -21,1% έναντι +0,2%, p<0.001.
2.
Μεταβολή στην υψηλής πυκνότητας λιποπρωτεϊνική
χοληστερόλη (HDL-C) στις 24 εβδομάδες: +7,4%
έναντι 2,9%, p=0.008.
3.
Μεταβολή στα επίπεδα των τριγλυκεριδίων στις
24 εβδομάδες: -2,9% ενάντι -1,1%, p>0.05.
4.
Ποσοστό (%) επίτευξης LDL-C<70 mg/dl στις 24 εβδομάδες: 27.4% έναντι 0%, p<0.001.
5.
Ολικά συμβάντα σχετιζόμενα με τους μύες:
20,7% έναντι 28,8%, p>0.05.
6.
Αύξηση της CK πάνω από το ανώτερο φυσιολογικό όριο (ULN): 2.8% έναντι 1,4%, p>0.05.
7.
Διακοπή φαρμάκου εξαιτίας μυϊκών
συμπτωμάτων: 0,7% έναντι 6,8%.
Ερμηνεία:
Τα
αποτελέσματα αυτής της μελέτης υποδεικνύουν ότι το evolucumab μειώνει την LDL-C με ασφάλεια και αξιοπιστία σε 24 εβδομάδες
συγκρινόμενο με την εζετιμίμπη σε μια ομάδα ασθενών με δυσανεξία στις
στατίνες μυϊκού τύπου. Αν και πάνω από το 25% των ασθενών ανέφεραν συμβάντα
σχετιζόμενα με τους μύες, το ποσοστό της διακοπής του evolucumab ήταν πολύ χαμηλό. Υπήρξαν
επίσης ευνοϊκά αποτελέσματα και σε άλλες λιποπρωτεΐνες. Αυτή η μελέτη προσφέρει
νέα δεδομένα στον τομέα των αναστολέων PCSK9. Άλλες μελέτες στηριζόμενες σε
συμπεράσματα σχετιζόμενα με την παρούσα, αλλά και άλλους αναστολείς της
οικογένειας PCSK9
βρίσκονται σε εξέλιξη. Δεδομένα για την ασφάλεια και την αποτελεσματικότητα του
φαρμάκου σε βάθος χρόνου αναμένονται επίσης, ειδικά για νευρογνωσιακές
επιπτώσεις.
Αναφορές:
Εκ μέρους
των ερευνητών της GAUSS-3,
Nissen SE, Stroes E, Dent-Acosta RE, et al.. Αποτελεσματικότητα και Ανοχή του Evolocumab έναντι
της εζετιμίμπης σε ασθενείς με μυϊκά σχετιζόμενη δυσανεξία στις στατίνες: Η GAUSS-3 Τυχαιοποιημένη
Κλινική Μελέτη. JAMA 2016; Apr 3:[Epub ahead of print].
|